Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η βολή

  • 1 попадание

    попадание
    с ἡ εὔστοχη βολή:
    примо́е \попадание ἡ ἄμεση βολή· точное \попадание ἡ ἀκριβής βολή, ἡ εὔστοχη βολή.

    Русско-новогреческий словарь > попадание

  • 2 обстрелять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.
    1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•

    обстрелять из орудий κανονιοβολώ•

    обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•

    обстрелять из ружья τουφεκίζω.

    2. δοκιμάζω•

    обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).

    3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.
    συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обстрелять

  • 3 стрельба

    -ы, πλθ. стрельбы θ.
    βολή• πυροβολισμός•

    прицельная стрельба βολή επί σκοπού, σκοποβολή.

    || πλθ. -ы εκπαιδευτική βολή, ασκήσεις σκοποβολής.

    Большой русско-греческий словарь > стрельба

  • 4 выстрел

    выстрел м о πυροβολισμός, - η βολή η τουφεκιά (из винтовки)· η κανονιά (из пушки) выстрелить πυροβολώ, ρίχνω με όπλο
    * * *
    м
    ο πυροβολισμός, η βολή; η τουφεκιά ( из винтовки); η κανονιά ( из пушки)

    Русско-греческий словарь > выстрел

  • 5 метание

    метание с спорт, η βολή, η ρίψη· \метание диска η δισκοβολία* \метание копья о ακοντισμός* \метание молота η σφυροβολία
    * * *
    с спорт.
    η βολή, η ρίψη

    мета́ние ди́ска — η δισκοβολία

    мета́ние копья́ — ο ακοντισμός

    мета́ние мо́лота — η σφυροβολία

    Русско-греческий словарь > метание

  • 6 выстрел

    α.
    1. πυροβολισμός•

    раздался -ακούστηκε πυροβολισμός, έπεσε τουφεκιά•

    он сдался без -а παραδόθηκε χωρίς να ρίξει τουφεκιά•

    произвести выстрел πυροβολώ.

    2. εκπυρσοκρότηση•

    звук -а ο κρότος της εκπυρσοκρότησης•

    орудийный выстрел η κανονιά.

    || βολή•

    холостой άσφαιρη βολή.

    εκφρ.
    на выстрел – όσο κόβει το τουφέκι.

    Большой русско-греческий словарь > выстрел

  • 7 обстрел

    α.
    1. βολή, πυροβολισμός τα πυρά•

    артиллерийский обстрел κανονιοβολισμοί, κανονίδι•

    миномётный обстрел βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά.

    2. ζώνη, πεδίο βολής.
    εκφρ.
    брать (взять) под обстрел – κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > обстрел

  • 8 пристрелять

    ρ.σ.μ.
    1. κανονίζω, ρυθμίζω τη βολή (με δοκιμαστικά βλήματα).
    2. ελέγχω, δοκιμάζω πυροβόλο όπλο.
    ρυθμίζομαι, κανονίζομαι (για βολή πυροβόλου όπλου).

    Большой русско-греческий словарь > пристрелять

  • 9 Cast

    v. trans.
    P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, φιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. έναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν; see Throw.
    Be cast in damages: Ar. and P. ὀφλισκνειν.
    Cast in one's mind: see Ponder.
    Cast lots: P. and V. κληροῦσθαι; see Lot.
    No lot was cast: V. κλῆρος... οὐκ ἐπάλλετο (Soph., Ant. 396).
    Cast metal: Ar. χοανεύειν (absol.); see Mould.
    Cast a vote: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον τθεσθαι; see Vote.
    Cast about: see Scatter.
    Cast about for: see Seek.
    Cast around: P. and V. περιβάλλειν.
    Cast ( glances) around: V. κυκλοῦν διαφέρειν; see Roll.
    They stood upright and cast glances around: ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας (Eur., Bacch. 1087).
    Cast ashore: see under Ashore.
    Cast aside: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν, πορρίπτειν, μεθιέναι, φιέναι, V. ἐκρίππειν.
    Lose wilfully: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι; see Reject.
    Cast away: P. and V. ποβάλλειν, πορρίπτειν; see cast aside.
    Cast down: P. and V. καταβάλλειν, V. καταρρίπτειν; see throw down.
    Cast down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι), ἐπεμβάλλειν (τι).
    Bring low: P. and V. καθαιρεῖν, V. καταρρέπειν, κλνειν.
    Be cast down: met., P. and V. θυμεῖν, V. δυσθυμεῖσθαι.
    Cast in: P. and V. εἰσβάλλειν, ἐμβάλλειν; see throw in.
    Cast in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Cast off: see cast aside, throw off.
    V. intrans. Of a ship: P. and V. παίρειν, νγεσθαι.
    Cast on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).
    Cast out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἐξωθεῖν, ποβάλλειν, πωθεῖν, πορρίπτειν, V. ἐκρίπτειν.
    Cast out as a prey to dogs and birds: κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θʼ ἕλωρ (Soph., Aj. 830).
    Be cast out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.
    Cast up: P. and V. νιέναι, ναδιδόναι (Eur., frag.); see throw up.
    Reckon: P. and V. λογίζεσθαι.
    Of the sea: see cast ashore, under Ashore.
    Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    ——————
    subs.
    Act of throwing: P. ῥῖψις, ἡ.
    Throw, range: P. and V. βολή, ἡ.
    Of the dice: V. βλῆμα, τό, βολή, ἡ; see Throw.
    Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).
    Casting of a vote: P. and V. ψήφου φορά, ἡ.
    Of a net in fishing: V. βόλος, ὁ.
    The man approaches within range of our cast: V. ἁνὴρ εἰς βόλον καθίσταται (Eur., Bacch. 847).
    Cast in metal: P. and V. τπος, ὁ.
    Shape, character: P. and V. τπος, ὁ, σχῆμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cast

  • 10 Throw

    v. trans.
    P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. έναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.
    Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.
    Trip up: P. ὑποσκελίζειν.
    Throw ( a rider): P. and V. ναχαιτίζειν, Ar. and P. ποσείεσθαι (Xen.), P. ἀναβάλλειν (Xen.).
    Throw the javelin: P. and V. κοντίζειν.
    Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).
    Throw around: P. and V. περιβάλλειν, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι, V. ἀμφιβάλλειν.
    Throw aside: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν, πορρίπτειν, μεθιέναι, φιέναι, V. ἐκρίπτειν.
    Lose wilfully: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι; see Reject.
    Throw away: P. and V. ποβάλλειν, πορρίπτειν; see throw aside.
    Throw back the head: P. and V. νακύπτειν (Eur., Cycl. 212, also Ar.).
    His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).
    Throw down: P. and V. καταβάλλειν, V. καταρρίπτειν.
    Throw down one's arms: P. and V. ὅπλα. φιέναι.
    Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).
    Bring low: P. and V. καθαιρεῖν; see also Upset.
    Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).
    Throw in or into: P. and V. εἰσβάλλειν, ἐμβάλλειν; see also Insert.
    Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).
    Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.
    Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετ (gen.).
    Throw into ( a state of feeling): P. and V. καθιστναι εἰς (acc.).
    Throw into confusion: P. and V. συγχεῖν, ταράσσειν, συνταράσσειν; see Confound.
    Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Throw off ( clothes): P. and V. ἐκδύεσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Throw away: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.); see Reject.
    met., throw off a feeling, etc.: P. and V. φιέναι, μεθιέναι.
    Shake off, met.: Ar. and P. ποσείεσθαι (Plat., Gorg. 484A).
    Throw off the yoke of: use P. and V. φίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.
    Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).
    Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.
    Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).
    Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ποβάλλειν; see cast out.
    Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.).
    Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ποχειροτονεῖν.
    Throw out ( words): P. and V. ἐκβάλλειν, V. ῥίπτειν, ἐκρίπτειν, πορρίπτειν.
    Throw over, throw round: P. and V. περιβάλλειν, V ἀμφιβάλλειν.
    met., betray: P. and V. προδιδόναι.
    Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.
    Throw round: P. and V. περιβάλλειν, V. ἀμφιβάλλειν, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι.
    As a defence: P. προσπεριβάλλειν.
    Throw up: P. and V. ναδιδόναι (Eur., frag.), νιέναι.
    Cast ashore: P. and V. ἐκφέρειν, V. ἐκβάλλειν; see under Ashore.
    Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.
    They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).
    These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).
    met., throw up (a post, etc.): P. and V. ἐξίστασθαι (gen.), φίστασθαι (gen.); see Resign.
    Throw upon: see throw on, throw down upon.
    Throw oneself upon: attack.
    ——————
    subs.
    P. ῥῖψις, ἡ.
    Range: P. and V. βολή, ἡ.
    Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.
    Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).
    I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).
    Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).
    In wrestling: P. and V. πλαισμα, τό.
    If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw

  • 11 выстрел

    1. (часть рангоута судна) το δοράτιο, ο απώστης, ο κέρκος/η μπούμα της ράδας
    шлюпочный - η λεμβούχος, η βαρδαλάντσα
    2. (оружия) η βολή, ο πυροβολισμός, (пушки) о κανονιοβολισμός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выстрел

  • 12 обдувка

    (обработка поверхности) маш. η κατεργασία (βολή) της επιφάνειας. - металлической дробью - με ρινίσματα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обдувка

  • 13 попадание

    (в цель) η ευστοχία, η εύστοχη βολή
    - влаги пыли грязи и т.п. (в механизм аппарат) η είσοδος/διείσδυση του υγρού, της σκόνης, της βρωμιάς κ.λπ. (στον μηχανισμό, στη συσκευή).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попадание

  • 14 выстрел

    выстрел
    м ὁ πυροβολισμός, ἡ ἐκπυρσοκρότηση, τό σμπάρο:
    холостой \выстрел ἡ ἀσφαιρος βολή· орудийный \выстрел ἡ κανονιά· дальность \выстрела ἡ ἀπόσταση βολής· ◊ одним \выстрелом двух зайцев убить разг μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια.

    Русско-новогреческий словарь > выстрел

  • 15 копоть

    копоть
    ж ἡ καπνιά, ἡ αἰθάλη, ἡ ἀσ-βόλη.

    Русско-новогреческий словарь > копоть

  • 16 корректировать

    корректировать
    несов в разн. знач. διορθώνω:
    \корректировать огонь воен. διορθώνω τήν βολή.

    Русско-новогреческий словарь > корректировать

  • 17 метание

    метание
    с
    1. спорт. ἡ βολή, ἡ ρί-ψη [-ις]:
    \метание ди́ска ἡ δισκοβολία· \метание копья ὁ ἀκοντισμός, τό ἀκόντισμα (в спорте), воен. ἡ ἐκσφενδόνιση [-ις], ἡ ἐκτόξευση [-ις]· \метание гранаты ἡ ρίψη χειροβομβίδας·
    2. (икра) ἡ ὠοτοκία (Ιχθύων)·
    3. перен, разг ὁι ταλαντεύσεις.

    Русско-новогреческий словарь > метание

  • 18 навесный

    навесный
    прил воен. ἐπισκηπτικός:
    \навесный огонь ἐπισκηπτική βολή.

    Русско-новогреческий словарь > навесный

  • 19 недолет

    недолет
    м воен. ἡ ἄστοχη βολή.

    Русско-новогреческий словарь > недолет

  • 20 непопадание

    непопадание
    с ἡ ἀστοχία, ἡ ἄστοχη βολή.

    Русско-новогреческий словарь > непопадание

См. также в других словарях:

  • βολή — throw fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βολῇ — ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολέω to be stricken pres subj act 3rd sg βολή throw fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολή — I 1. το ρίξιμο: Έριξε δύο άκυρες βολές στην τοξοβολία. 2. πυροβολισμός, κανονιά, τουφεκιά: Χρησιμοποιούσε ωτοασπίδες για να μην κουφαθεί από τις βολές στο πεδίο ασκήσεων. II άνεση, ευκολία, ευχέρεια: Αυτό το σπίτι είναι χωρίς βολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολῆι — βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖν — βολή throw fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖς — βολή throw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖσι — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαῖσιν — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολαί — βολή throw fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολᾶς — βολή throw fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»